Ανήκει στην επαρχία Ναυπακτίας στην Ορεινή Ναυπακτία, ή Κράβαρα και απέχει 83 χιλιόμετρα από την Ναύπακτο, 104 από Λαμία και 61 από το Θέρμο. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο από 650 ως 1100 μέτρα στη μεσημβρινή πλευρά του βουνού Κοκκινιά με υψ. 1831μ. που ανήκει στην οροσειρά των Βαρδουσίων, στο γεωγραφικό πλάτος 38 41΄ 30΄΄ και μήκος 21 52΄ 30’’. Βόρεια του χωριού είναι ο νομός Ευρυτανίας με το βουνό Ψηλός Σταυρός και το χωριό Δομνίστα. Στα Ανατολικά βρίσκεται το χωριό Κλεπά. Στα Δυτικά ο παραπόταμος του Εύηνου Κλεινοβίτης, το χωριό Νεχώρι και το βουνό Καρφοπεταλιάς υψ. 1506μ. Νότια, οι οροσειρές Τσεκούρα υψ. 1736μ, Αρδίνι υψ. 1701μ και ο ποταμός Εύηνος ή Φίδαρης που έχει τώρα μετατραπεί σε λίμνη με την κατασκευή φράγματος για την υδροδότηση της Αθήνας. Η Ευηνολίμνη είναι από τις μεγαλύτερες τεχνητές λίμνες της χώρας μας (επτά φορές μεγαλύτερη από τη λίμνη Μαραθώνα). Με υπόγεια σήραγγα 32 χιλιομέτρων μεταφέρει το νερό στο φράγμα του Μόρνου και από εκεί στην Αττική.
Στο Κέντρο του χωριού, στην πλατεία με τον επιβλητικό τώρα πλάτανο, το μικρό παλιά ’’πλατανάκι’’ το υψόμετρο δείχνει 1023 μέτρα. Είναι χώρος κοινωνικών εκδηλώσεων και πανηγυριών, όπου κάθε καλοκαίρι οι κάτοικοι, οι παραθεριστές και οι επισκέπτες μπορούν να απολαμβάνουν υπαίθρια τοπικούς μεζέδες και εκλεκτά παραδοσιακά φαγητά. Η ’’ελατοσκέπαστη’’ Αράχοβα χαρακτηρίζεται από απέραντη θέα, άφθονα τρεχούμενα νερά, πυκνή βλάστηση από πλατάνια, καρυδιές, καστανιές, κερασιές. Έχει 5 παραλίμνιους οικισμούς, την Τρανή Λάκκα, τις Κρανές, τις Βαριές, την Βαμβακιά, το Παλιοχώρι και 2 ορεινούς την Πουλιάνα και την Παλιαράχοβα. Η συνολική της έκταση υπολογίζεται περί τα 30 χιλ. στρέμματα.
Η σημερινή θέση του χωριού δεν είναι η αρχική. Μετά από διαδοχικές μετακινήσεις, στο πέρασμα των αιώνων, για διάφορους λόγους, από την Παναούλα, στο Κάστρο στο Παλιοχώρι και την Παλιαράχοβα οι κάτοικοι κατέληξαν στην σημερινή θέση που παλιά λεγόταν ’’Φακές’’. Η πιο παλιά αναφορά είναι αυτή του 1835 με ίδρυση Δήμου Αράχοβας. Το 1841 υπάγεται στο Δήμο Προσχίου. Το 1861 δημιουργείται Δήμος Αράχοβας και ΚλεπαΪδος στον οποίο ανήκαν τα χωριά Αράχοβα, Κλεπά, Άγιος Δημήτριος, Λιβαδάκι [Αβόρανη], Περδικόβρυση [Σινίστα], Δενδροχώρι [Τέρνοβα], Νεοχώρι με χειμερινή έδρα την Κλεπά και θερινή την Αράχοβα. Το 1912 ιδρύεται κοινότητα Αραχόβης μέχρι το 1998. Σήμερα ανήκει στην Δημοτική Ενότητα Πλατάνου. Πριν το 1950 είχε περίπου 900 κατοίκους οι οποίοι ήταν σχεδόν αποκλειστικά γεωργοί ή κτηνοτρόφοι. Στο χωριό λειτουργούσαν Δημοτικό Σχολείο, Αγροτικό Ιατρείο, Δασικός Σταθμός, Αστυνομία, Υποπρακτορείο ΟΤΕ και ΔΕΗ, Μετεωρολογικός Σταθμός από το 1937 και Συνεταιρισμοί [Γεωργικός, Δασικός], καφεπαντοπωλεία, νερόμυλοι. Το πρώτο αυτοκίνητο έφτασε στο χωριό το 1951, το τηλέφωνο το 1930 και η ΔΕΗ έδωσε ρεύμα το 1971.
Από πολύ παλιά υπήρχε έντονη μετανάστευση κυρίως λόγω του άγονου εδάφους και της συνεπαγόμενης φτώχειας. Μετά το 1950 που άρχισε η μαζική μετακίνηση των κατοίκων προς τα αστικά κέντρα, ο πληθυσμός σταδιακά μειώθηκε για να φτάσει στην απογραφή του 2011 να έχει εντούτοις 315 κατοίκους, το μεγαλύτερο πληθυσμό στην Δημοτική Ενότητα Πλατάνου.
Η ερήμωση είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει το Σχολείο το 2003 λόγω έλλειψης μαθητών και να μη λειτουργεί καμία δημόσια υπηρεσία στο χωριό εκτός του Αγροτικού Ιατρείου. Οι κάτοικοι του εξυπηρετούνται από τις Δημόσιες Υπηρεσίες που εδρεύουν στην Ναύπακτο.
Οι εκατοντάδες πεζούλες από ξερολιθιές που συντηρούσαν με την σοδιά τους τούς κατοίκους εγκαταλείφθηκαν στο χέρι της φύσης που τα δάσωσε.
Τα παραδοσιακά επαγγέλματα έσβησαν.
Τα παλιά σπίτια χτισμένα από σχιστόλιθο στην πλειονότητά τους, παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον αντιπροσωπεύοντας ένα ευρύ φάσμα της παράδοσης με πολλές επιρροές απ’ την αρχιτεκτονική της Ηπείρου. Αρκετοί συγχωριανοί έχουν στραφεί προς τα γράμματα, τις επιστήμες, το εμπόριο και άλλες δραστηριότητες, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς και σήμερα διαπρέπουν σε όλες τις ηπείρους όπου ζουν και δραστηριοποιούνται. Απ’ τους Αραχωβίτες της διασποράς, που υπολογίζονται σε 2.000 μερικοί ξεκαλοκαιριάζουν στο χωριό, κι άλλοι ξαναγυρνάνε για προσκύνημα στη γενέθλια γη και για να σύρουν το ’’γαϊτανάκι’’ στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου.